δραπετίδης

δραπετίδης
δρᾱπετ-ίδης, ου, [dialect] Dor. [suff] δρᾱπέτ-δᾱς, , = foreg.,
A

δ. ἐμός ἐστιν Mosch.1.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δραπετίδης — δραπετίδης, ο (Α) ο δραπέτης …   Dictionary of Greek

  • δραπετίδας — δρᾱπετίδᾱς , δραπετίδης masc acc pl δρᾱπετίδᾱς , δραπετίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”